4 Σεπτεμβρίου 2014

Κανονισμός (ΕΚ) αρ. 261/2004: Το ΔικΕΕ ορίζει την «ώρα αφίξεως»

Το Δικαστήριο της ΕΕ δημοσίευσε σήμερα την απόφασή του στην υπόθεση C-452/13 Germanwings, στην οποία ορίζει την έννοια της «ώρας αφίξεως» στο πλαίσιο του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 261/2004 για τα δικαιώματα των επιβατών σε περίπτωση καθυστέρησης πτήσεων ως τη «χρονική στιγμή κατά την οποία ανοίγει μία τουλάχιστον θύρα του αεροσκάφους, οπότε επιτρέπεται στους επιβάτες να αποβιβαστούν από αυτό».

Η υπόθεση αφορούσε την αγωγή αποζημίωσης που είχε εγείρει επιβάτης εναντίον αεροπορικής εταιρείας λόγω καθυστέρησης πτήσης. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΔικΕΕ (βλ. π.χ. απόφαση στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-581/10 C-629/10 Sturgeon II), αν το αεροσκάφος αφιχθεί στον τελικό προορισμό με καθυστέρηση άνω των τριών ωρών, τότε οι επιβάτες δικαιούνται αποζημίωσης για το χαμένο χρόνο και την ταλαιπωρία που υπέστησαν. Εν προκειμένω, το αεροσκάφος ήλθε σε επαφή με τον αεροδιάδρομο (touch down) 2 ώρες και 58 λεπτά μετά την προγραμματισμένη ώρα άφιξης, αλλά οι θύρες του αεροσκάφους άνοιξαν για την αποβίβαση των επιβατών 5 λεπτά αργότερα.

Το γερμανικό δικαστήριο που έθεσε το προδικαστικό ερώτημα στο ΔικΕΕ είχε εντοπίσει τέσσερα πιθανά χρονικά σημεία για τον ορισμό του «χρόνου αφίξεως»:  (α) τη χρονική στιγμή της επαφής του αεροσκάφους με τον διάδρομο προσγειώσεως (touchdown), (β) τη στιγμή κατά την οποία το αεροσκάφος φθάνει στη θέση σταθμεύσεώς του και ενεργοποιούνται τα φρένα σταθμεύσεως ή ενδεχομένως τοποθετούνται τα πέλματα πέδης (in block time – χρόνος επαναφοράς στη θέση ακινητοποιήσεως), (γ) τη χρονική στιγμή του ανοίγματος της θύρας του αεροσκάφους, (δ) τη χρονική στιγμή που καθορίζεται από τα συμβαλλόμενα μέρη στο πλαίσιο της συμβατικής αυτονομίας.

Το Δικαστήριο έλαβε υπ’ όψιν του το ευρύτερο πλαίσιο και το σκοπό του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 261/2004 (συστηματική και τελολογική ερμηνεία), που είναι η αποζημίωση των επιβατών για την ταλαιπωρία που υπέστησαν εξαιτίας της καθυστέρησης. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι κατά τη διάρκεια μιας πτήσης οι επιβάτες παραμένουν περιορισμένοι σε έναν κλειστό χώρο, υπό τις οδηγίες και τον έλεγχο του αερομεταφορέα, όπου οι δυνατότητες επικοινωνίας με τον έξω κόσμο είναι σημαντικά περιορισμένες. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι επιβάτες δεν μπορούν να συνεχίσουν να ασχολούνται με τις συνήθεις υποθέσεις τους. Τέτοια ενασχόληση καθίσταται εκ νέου δυνατή, μόνο όταν τους επιτραπεί να αποβιβαστούν από το αεροσκάφος, δηλαδή όταν ανοίξει τουλάχιστον μία έξοδος προς το σκοπό αυτό. Επομένως, το χρονικό αυτό σημείο προσδιορίζει την «ώρα αφίξεως».

Σημειωτέον ότι το ΔικΕΕ απέρριψε τα επιχειρήματα των παρεμβασών αεροπορικών εταιρειών, ότι «χρόνος άφιξης» είναι ο χρόνος που φθάνει το αεροσκάφος στο χώρο στάθμευσης, τα οποία βασίζονταν σε μια σειρά εγγράφων και κανονισμών. Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτά αφορούσαν σκοπούς σχετιζόμενους με την εναέρια κυκλοφορία και ειδικά με την κατανομή των χρονοθυρίδων χρήσης του αεροδρομίου (slot allocation), οι οποίοι είναι διαφορετικοί από τους σκοπούς που επιδιώκει ο Κανονισμός (ΕΚ) αρ. 261/2004.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου