22 Δεκεμβρίου 2016

Επιστημονική προσέγγιση στις πηγές του Διεθνούς Αεροπορικού Δικαίου. Η διάκριση σε Δημόσιο και Ιδιωτικό Διεθνές Αεροπορικό Δίκαιο. Μέρος Α΄.



Το Διεθνές Αεροπορικό Δίκαιο συνιστά ένα νέο μόρφωμα κανόνων δικαίου που ρυθμίζει τις διεθνείς μεταφορές, εκείνες που εκτελούνται με την χρήση του αεροπλάνου ή αεροσκάφους, και εντάσσεται στα ευρύτερα πλαίσια του Διεθνούς Μεταφορικού Δικαίου, καθώς επίσης και στα πλαίσια τόσο του Εμπορικού Δικαίου όσο και του Δικαίου των Διεθνών Συναλλαγών (Droit International Aérien, International Transport Law, International Aviation Law).

Οι κανόνες του Aviation Law ρυθμίζουν την διεθνή αεροπορική μεταφορά επιβατών, αποσκευών και εμπορευμάτων, ενώ η μετεξέλιξή του και η περαιτέρω αναδιαμόρφωση των κανόνων του είναι απολύτως συνυφασμένες με την ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη που σημειώθηκε αρχικά στον χώρο αρχικά της διεθνούς αεροπλοϊας  (η εφεύρεση και η κατασκευή του πρώτου αεροσκάφους σημειώθηκε περί τα τέλη του 19ου αιώνα) και εν συνεχεία στον χώρο της διεθνούς αεροπορίας, στον οποίο πλέον κυριαρχούν νέας γενιάς προηγμένα τεχνολογικά αεροσκάφη που εκτελούν στη σύγχρονη πραγματικότητα τις αεροπορικές μεταφορές. Για τον λόγο αυτό το αεροπορικό δίκαιο, δεδομένης άλλωστε και της ιδιαιτερότητας που χαρακτηρίζει την φύση του, δεν θα μπορούσε να περιορισθεί σε ένα πλέγμα κανόνων που διέπουν μόνο το εσωτερικό δίκαιο ενός κράτους, αλλά λόγω της ίδιας της φύσεως που χαρακτηρίζει τις αεροπορικές μεταφορές, οι οποίες εκτελούνται και εκτός των συνόρων της εδαφικής επικράτειας ενός κράτους, οι κανόνες του χαρακτηρίζονται για την διεθνικότητά τους (internationalité de règles, Droit International, International Law).

Το Διεθνές Αεροπορικό Δίκαιο διακρίνεται σε πρώτο βαθμό σε Δημόσιο Διεθνές Αεροπορικό δίκαιο (Droit International Public, Public International Law), του οποίου οι κανόνες επικεντρώνονται κυρίως στην αποκατάσταση της τάξης και της ασφάλειας δια της λήψεως προληπτικών ή ακόμα και κατασταλτικών μέτρων, εν σχέσει γενικότερα με την οριοθέτηση και την νομική ρύθμιση της χρήσεως του εναερίου χώρου από τα Κράτη, την κτήση εθνικότητας για τα αεροσκάφη, αλλά και την εύρυθμη λειτουργία της εναερίου κυκλοφορίας των αεροσκαφών. Για τον λόγο αυτό η εφαρμογή των κανόνων του Δημοσίου Διεθνούς Αεροπορικού Δικαίου απαιτεί σαφέστατα την στενή συνεργασία μεταξύ των κρατών μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον ή ακόμα και εντός ενός πιο περιορισμένου πεδίου δράσης όπως εκείνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ειδικότερα την συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων διοικητικών αρχών ή οργανισμών ως φορέων δημοσίας εξουσίας των Κρατών, αλλά και των οργανισμών εκείνων που φέρουν διεθνή νομική προσωπικότητα.

Το Ιδιωτικό Διεθνές Αεροπορικό Δίκαιο (Droit International Privé, Private International Private Law) διέπεται από κανόνες που παράγουν αποκλειστικά ιδιωτικό δίκαιο και ρυθμίζουν τις διαφορές που ανακύπτουν μεταξύ του διεθνούς αερομεταφορέα και ενός ιδιώτη (επιβάτη, αποστολέα ή παραλήπτη φορτίου). Στην πραγματικότητα η διάκριση του Διεθνούς Αεροπορικού Δικαίου σε δημόσιο και ιδιωτικό διεθνές δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί παρά μόνον ως τεχνική, από την στιγμή που η φύση των αεροπορικών μεταφορών επιτάσσει τον συγκερασμό των δύο αυτών κατηγοριών. Για τον λόγο αυτό θεωρείται επιβεβλημένη η υπαγωγή μίας ιδιωτικής διαφοράς που ανακύπτει κατά την εκτέλεση αεροπορικής μεταφοράς τόσο στους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς αεροπορικού δικαίου όσο και στους κανόνες του δημοσίου διεθνούς αεροπορικού δικαίου, όπως μπορεί να συμβεί για παράδειγμα στη περίπτωση πρόκλησης ενός αεροπορικού δυστυχήματος.
  
Το αεροπορικό δίκαιο διακρίνεται γενικότερα για την ιδιαιτερότητα, την αυτονομία και την αυθεντικότητά του, εν συγκρίσει με τα λοιπά νομικά καθεστώτα που διέπουν και ρυθμίζουν τα άλλα μέσα μεταφοράς. Οι δε διατάξεις του εναρμονίζονται απόλυτα και με τις συνεχώς μεταβαλλόμενες οικονομικο-κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες συντείνουν στην δημιουργία μίας ενιαίας, αυτόνομης και παγκοσμιοποιημένης αγοράς,  στην οποία κυριαρχούν η προώθηση και πώληση προϊόντων ή η παροχή υπηρεσιών. Μέσα στα πλαίσια αυτά οι κανόνες του Ιδιωτικού Διεθνούς Αεροπορικού Δικαίου παράγουν ενιαίο και ομοιόμορφο δίκαιο και για τον λόγο αυτό τα Κράτη καλούνται να τους εφαρμόσουν ενιαία και ομοιόμορφα κατά την επίλυση ιδιωτικών διαφορών που ανακύπτουν στις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές, ούτως ώστε με τον τρόπο αυτό να διασφαλισθεί η ταχύτητα (rapidité), η ασφάλεια (securité), η ακεραιότητα (intégrité) και η αποδοτικότητα (efficacité) των διεθνών συναλλαγών.

Ωστόσο, είναι χρήσιμο να εξετάσει κανείς υπό το πρίσμα της προαναφερθείσης διακρίσεως σε δημόσιο και ιδιωτικό διεθνές αεροπορικό δίκαιο, όλες εκείνες τις πηγές από τις οποίες το δίκαιο αυτό άντλησε τον διεθνή χαρακτήρα του και που αποτέλεσαν τον βασικό κορμό των κανόνων εκείνων που θεσπίσθηκαν για να ρυθμίζουν με ενιαίο και ομοιόμορφο τρόπο τις διεθνείς αερομεταφορές. Σύμφωνα με την κρατούσα νομική θεωρία οι πολυμερείς διεθνείς συμβάσεις αεροπορικού δικαίου που παράγουν κατά κανόνα γραπτό δίκαιο και που οι απαρχές τους εντοπίζονται ήδη την εποχή εκείνη κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η πρώτη οργανωμένη διεθνής πτήση αεροσκάφους μεταξύ Παρισίων και Λονδίνου (το διάστημα εκείνο υπογράφτηκε στο Παρίσι και η πρώτη Διεθνής Σύμβαση Αεροπορικού Δικαίου, γνωστή και ως Σύμβαση των Παρισίων 1919), συνιστούν την πρωταρχική πηγή του αεροπορικού δικαίου. Αντικείμενο των εν λόγω διεθνών πολυμερών συμβάσεων υπήρξε η ρύθμιση ορισμένων ζητημάτων που αφορούσαν στην οριοθέτηση του εναέριου χώρου και την προστασία κυριαρχικών δικαιωμάτων των κρατών, στη λήψη μέτρων ασφαλείας για την εκτέλεση των αεροπορικών μεταφορών, καθώς επίσης και η νομική ρύθμιση ειδικότερων ζητημάτων ευθύνης.

Άλλες πηγές του διεθνούς αεροπορικού δικαίου που συνετέλεσαν όχι μόνο στη γένεσή του, αλλά και στην μετεξέλιξή του, συνιστούν οι επιρροές από κανόνες που εντάσσονται στο εσωτερικό δίκαιο ενός Κράτους (βλ. κανόνες του Αστικού ή Ποινικού Δικαίου ή ακόμα και του Δικαίου Προστασίας του Περιβάλλοντος), καθώς επίσης και οι κανόνες του ευρύτερου Δημοσίου και Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου. Ωστόσο σημαντική συμβολή στη διαμόρφωση των κανόνων του δικαίου των αεροπορικών μεταφορών συνέβαλε σημαντικά και το δίκαιο που παράγεται από διεθνείς συνθήκες (the law of treaties). Σύμφωνα με την κρατούσα νομική θεωρία οι διεθνείς συνθήκες αποτελούν κατά κανόνα την πιο σημαντική πηγή του διεθνούς δικαίου, δεδομένου ότι επικυρώνουν διμερείς η πολυμερείς διακρατικές συμφωνίες που έχουν συνταχθεί με επιμέλεια και που παράγουν δικαιώματα, υποχρεώσεις, αλλά και νομικές δεσμεύσεις για τα συμβαλλόμενα κράτη, ενώ συνενώνουν και ρυθμίζουν με ενιαίο τρόπο δύο ή περισσότερα ζητήματα του διεθνούς δικαίου. Η κατάρτιση διεθνών συνθηκών μπορεί να προκύψει στα πλαίσια πορισμάτων μίας Διεθνούς Συνδιάσκεψης, μέσα από τυχόν διακρατικές διαπραγματεύσεις ή μέσα από ανεπίσημες κυβερνητικές συζητήσεις ή επαφές (an exchange of notes / an exchange of letters).   

Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι εξετάζοντας κανείς διεξοδικά όλη την εξέλιξη του αεροπορικού μέσου μεταφοράς, μπορεί να διακρίνει ότι η επίτευξη της ενοποίησης και της ομοιομορφίας των κανόνων του Διεθνούς Αεροπορικού Δικαίου, δεν επήλθε εύκολα, αλλά ούτε και ομαλά. Οι Διεθνείς Συνδιασκέψεις που συγκαλούνταν κατά καιρούς για την εξεύρεση μίας κοινής νομικής λύσης που θα αφορούσε στη θέσπιση ενός αυτόνομου δικαίου των αεροπορικών μεταφορών και στην οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής του, καλούνταν να υπερπηδήσουν διάφορα τεχνικά και νομικά προβλήματα που ανέκυπταν σχετικά με τα κριτήρια επιλογής και εφαρμογής εκείνου του εσωτερικού δικαίου  κράτους που κρινόταν ως το καταλληλότερο για την επίλυση ιδιωτικής διαφοράς μεταξύ του διεθνούς αερομεταφορέα και των αντισυμβαλλομένων τουΚατά συνέπεια, το Αεροπορικό Δίκαιο διέπεται από ειδικούς διεθνείς δημόσιους και ιδιωτικούς κανόνες δικαίου, οι οποίοι αποσκοπούν στην αντιμετώπιση ουσιαστικών προβλημάτων των αεροπορικών μεταφορών όσον αφορά τους επιβάτες, τις αποσκευές τους ή τα εμπορεύματα, καθώς επίσης στην εύρυθμη λειτουργία των αεροπορικών συγκοινωνιών, αλλά και στην ρύθμιση ή επίλυση κάθε άλλους συναφούς ζητήματος.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου